- επισανίδωμα
- τό1) обшивка, настил (деревянный); 2) см. επισανίδωση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επισανίδωμα — το [επισανιδώνω] επίστρωση με σανίδες, σανίδωμα, πάτωμα … Dictionary of Greek
επισανίδωση — η [επισανιδώνω] επισανίδωμα … Dictionary of Greek